- άκοινος
- ἄκοινος, -ον (Α) [κοινός]αυτός που δεν έχει κοινοποιηθεί, που δεν έχει γίνει γνωστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄκοινος — not common masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκοινον — ἄκοινος not common masc/fem acc sg ἄκοινος not common neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek